- μελαίνομαι
- μελαίνωblackenpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελαίνω — (Α μελαίνω) κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω, χρωματίζω μαύρο («τὰς ὀφρῡς μελαίνει», Πολυδ.) αρχ. 1. (για κηλίδες αίματος) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω 2. επιφέρω μελασμό, δηλαδή μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος 3. μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό («ἔσθ… … Dictionary of Greek
περιμελαίνομαι — Α γίνομαι μαύρος παντού, γίνομαι κατάμαυρος («τὰ χείλη περιμελαίνεται», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μελαίνομαι «γίνομαι μαύρος»] … Dictionary of Greek
συμμελαίνομαι — Α 1. γίνομαι κατάμαυρος 2. γίνομαι μαύρος ταυτόχρονα με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μελαίνομαι «βάφομαι με μαύρο χρώμα» (< μέλας «μαύρος»)] … Dictionary of Greek
ՍԵՒԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0711 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c չ. μελαίνομαι, καταμελαίνομαι nigreso. Սեաւ լինել. թխնալ. մթագնիլ. սեւնալ. ... *Մի հայիք յիս, զի ես եմ սեւացեալ (կամ սեւացեալ թխացայ). Երգ. ՟Ա. 5: *Իբրեւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)